- ολόγλυφος
- -η, -ο(για πλαστικά έργα) σκαλισμένος γύρω γύρω σε όλες τους τις διαστάσεις, κατεργασμένος από παντού, περίοπτα γλυπτός, σε αντιδιαστολή προς τον ανάγλυφο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)-* + -γλυφος (< γλύφω «σκαλίζω»), πρβλ. ανά-γλυφος].
Dictionary of Greek. 2013.